Οι εμπειρίες όσων αποφάσισαν να αλλάξουν επάγγελμα στην πορεία
Της Μαριλης Mαργωμενου
«Ισως ήταν για καλό η κρίση», λέει ο νεαρός απέναντί μου. Είναι απ’ αυτές τις φράσεις που δεν περιμένεις να ακούσεις αυτή την εποχή, κι όμως - στα 39 του, ο Νίκος Ορφανός νιώθει «καλύτερα από ποτέ!», κι ας έχει μόλις ένα χρόνο προϋπηρεσία στη νέα του δουλειά. Ο Νίκος ώς το 2009 ήταν λογιστής, αλλά τώρα πλέον είναι ψυχοθεραπευτής.
«Καμία σχέση, ε;», λέει κι ο ίδιος γελώντας. «Αν όμως είχες δουλέψει έστω και μια μέρα λογίστρια, θα καταλάβαινες πόσο χρήσιμη είναι η ψυχοθεραπεία!». Τον ρωτάω τι εννοεί, και μου εξηγεί πως όταν ήταν 20 χρονών σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και Κοινωνιολογία πιο πολύ γιατί τότε ήταν «σπουδές της μόδας. Κι όταν γύρισα απ’ την Αγγλία», συνεχίζει, «βρήκα δουλειά σαν λογιστής. Αλλά από την πρώτη μέρα στην εταιρεία, ήξερα πως όλο αυτό είναι λάθος». Οταν ξέσπασε η κρίση, ο Νίκος είχε ήδη τελειώσει κάποια σεμινάρια, «πιο πολύ για να βοηθήσω τον εαυτό μου».
Η ιδέα να γίνει ψυχοθεραπευτής του ήρθε, έτσι ξαφνικά, ένα βράδυ, βλέποντας ειδήσεις. «Σκέφτηκα πως καθώς δυσκολεύουν τα πράγματα», λέει, «πολλοί άνθρωποι θα χρειαστούν βοήθεια. Ξεκίνησα δειλά να ψάχνω κάποιο μεταπτυχιακό για να μπορέσω να πάρω ένα δίπλωμα». Για αρκετούς μήνες ο Νίκος το σκεφτόταν. «Οταν άρχισαν στη δουλειά οι περικοπές», λέει, «είπα στο αφεντικό “όχι, ευχαριστώ!”. Πήρα την αποζημίωσή μου, την επένδυσα σε δίδακτρα για σπουδές. Και από εκείνη τη μέρα, άλλαξαν όλα». Τώρα πλέον, ο Νίκος έχει «ένα μικρό γραφείο, αρκετούς πελάτες, και κυρίως την ικανοποίηση ότι τα κατάφερα».
Ολα αυτά, δηλαδή, που επιζητά και ο Γιώργος απ’ όταν άρχισε η κρίση. Απόγευμα στο γραφείο, ανοίγω τον υπολογιστή, ψάχνω στις αγγελίες τον επόμενο άνθρωπο που θα αλλάξει δουλειά. «Αναζητώ οποιαδήποτε εργασία», γράφει η αγγελία του Γιώργου. «Εχω δουλέψει γυμναστής, βοηθός συνεργείου, βενζινάς, security, σερβιτόρος. Οποιαδήποτε προσφορά εργασίας δεκτή. Τηλ. 694…». Πατώ τα πλήκτρα του τηλεφώνου, και η φωνή στην άλλη άκρη ακούγεται ενθουσιώδης. «Για την αγγελία; Πείτε μου!». Η χαρά κρατάει μέχρι να ακούσει το «δημοσιογράφος». «Μάλιστα..», λέει ο Γιώργος Τ. «Να σας μιλήσω, γιατί όχι; Μήπως έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω;».
Με το μηχανάκι
Ο Γιώργος στα 37 του έχει σπουδάσει γυμναστής στα ΤΕΦΑΑ. Οταν πήρε το πτυχίο του, ήταν σίγουρος πως είχε το μέλλον του εξασφαλισμένο. «Τώρα που μιλάμε», λέει, «έχω να πάω για τζόκινγκ περίπου τέσσερα χρόνια! Πια τρέχω με το μηχανάκι!».
Ο Γιώργος εδώ και αρκετούς μήνες - «δηλαδή από τότε που έχασα τη δουλειά στην εταιρεία security» - δουλεύει κάθε απόγευμα ντιλίβερι, «τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί κάτι καλύτερο». Κι εκείνος, όπως και όλοι οι άλλοι στη στρατιά των ανθρώπων που πριν ή κατά τη διάρκεια της κρίσης άλλαξαν δουλειά αναγκαστικά, ξυπνάει κάθε πρωί ελπίζοντας σε μία καινούργια ευκαιρία.
Αλλά όπως λέει και ο Ακης Καμπουρόπουλος, «δεν έχει νόημα απλώς να ελπίζεις. Το σημαντικότερο για να αλλάξεις δουλειά με επιτυχία, είναι να είσαι ορθολογιστής». Εκείνος μέχρι το 2011 ήταν μεσίτης. «Το 2008, στην Αττική υπήρχαν 3.000 μεσίτες», λέει. «Και όλοι μας τρέχαμε κάθε μέρα σε ραντεβού. Ξέρεις άμα υπάρχει πίτα να μοιραστεί, μερικά ψίχουλα όλοι θα βρουν να φάνε». Μόνο που με την κρίση, η πίτα φαγώθηκε. «Φτάσαμε σε μια κατάσταση που καθόμασταν όλη μέρα στο γραφείο, και δεν χτυπούσε ποτέ το τηλέφωνο. Κι όταν χτύπαγε, ήταν συνήθως κάποιος που προσπαθούσε να με ψαρέψει, για να βρει που είναι το σπίτι που νοικιάζεται, και να πάει μόνος του να το δει».
Στις αρχές του 2011, ο Ακης αποφάσισε να αλλάξει τη ζωή του. «Σκέφτηκα», λέει, «να προλάβω να βρω κάτι άλλο, προτού μας πνίξει όλους μαζί η ανεργία. Και είχα δίκιο». Ενάμισι χρόνο μετά, ο Ακης Καμπουρόπουλος δουλεύει σε ένα εκτροφείο σκύλων, στα Μεσόγεια. «Ναι», λέει γελώντας όταν του κάνω την αυτονόητη ερώτηση, «είναι μεγάλη αλλαγή. Πολύ μεγάλη. Αλλά το εκτροφείο το έχει ο καλύτερός μου φίλος απ’ το σχολείο, κι αν στην αρχή μου φαινόταν παράξενο να δουλεύω με σκύλους αντί για ανθρώπους, τώρα πλέον μπορώ να πω πως αυτή είναι μια πολύ πιο χαρούμενη κατάσταση απ’ το να τριγυρνάς όλη μέρα σε άδεια σπίτια». Υστερα χαμογελάει, και… «Επίσης οι σκύλοι δεν πέφτουν ποτέ σε κατάθλιψη λόγω της κρίσης!», κάνει. «Ξέρεις τι σημαντικό που είναι αυτό;».
«Δεν ελπίζω να ξαναβρώ δουλειά»
«Μερικούς μήνες πριν δεν θα το παραδεχόμουν, αλλά είναι αλήθεια». Οπως καθόμαστε στον πάγκο του καφέ που δουλεύει, η Βάσω Μαρκάκη σηκώνει τους ώμους. «Εκανα λάθος». Με πτυχίο μηχανικού απ’ το Μετσόβιο, η Βάσω δύο χρόνια πριν δούλευε σε τεχνικό γραφείο. «Μόλις άρχισε η κρίση μου μείωσαν τον μισθό, και μου έκοψαν την άδεια. Παραπονέθηκα, αλλά ο προϊστάμενος μου είπε πως αν δεχτεί τις δικές μου διαμαρτυρίες, θα πρέπει να δεχτεί και όλων των υπόλοιπων. Και τότε το γραφείο θα κλείσει». Λίγους μήνες μετά η Βάσω έγραψε σ’ ένα χαρτί δώδεκα λέξεις: «Θα ήθελα να υποβάλω την παραίτησή μου. Σας ευχαριστώ για τη συνεργασία». Πίστευε πως αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή. «Ημουν σίγουρη πως θα βρω κάτι καλύτερο, με περισσότερα χρήματα και καλύτερες συνθήκες. Φεύγοντας απ’ το γραφείο, ένιωθα σα να ξεκινούσα μια νέα ζωή. Ενιωθα ελεύθερη». Μόνο που τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καθόλου όπως τα περίμενε.
«Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο δύσκολη απ’ αυτό που φαντάζεσαι». Η Βάσω χαμογελάει. «Τουλάχιστον κάπως σκληραγωγήθηκα μ’ αυτά που πέρασα από τότε». Αφού δεν έλαβε απάντηση σε κανένα απ’ τα βιογραφικά που υπέβαλε, προσπάθησε να αναλάβει δικές της μελέτες ως μηχανικός. «Κανένα αποτέλεσμα – μόνο κάτι δουλειές του ποδαριού, που ούτε τις πληρωνόμουν καλά - καλά». Υστερα έψαξε μήπως κάνει μαθήματα Αγγλικών ή Γαλλικών σε παιδιά του δημοτικού, αλλά ούτε εκεί είχε τύχη. «Ακόμα και αγγελία για μπέιμπι σίτερ έβαλα αλλά και πάλι, τίποτα». Ηταν η εποχή που ξενοίκιασε το σπίτι της και πήγε να μείνει σε μια γκαρσονιέρα - «σα να ήμουν φοιτήτρια ξανά». Σήμερα στα 34 της, δεν ελπίζει να ξαναβρεί δουλειά ως μηχανικός. Αυτή την εποχή, κάνει βραδινή βάρδια σ’ ένα καφέ- μπαρ στο κέντρο της Αθήνας. «Αν ήμουν είκοσι χρονών δεν θα είχα παράπονο. Ομως τώρα πάω στις πέντε το απόγευμα, φεύγω στη μία το πρωί», λέει. «Ολη νύχτα όρθια, και βγάζω πολύ λιγότερα λεφτά απ’ ό, τι στο τεχνικό γραφείο. Αλλά τα λάθη πληρώνονται, έτσι δεν είναι;».